- μονόξοος
- μονό-ξοος, einfach gespalten
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μονόξοος — μονόξοος, ον (Α) (για δέντρα) αυτός που έχει μία μόνο κτηδόνα*, δηλ. έναν μόνο κύκλο στην τομή τού κορμού του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ξοος (< ξέω «ξύνω»), πρβλ. λιθο ξόος] … Dictionary of Greek
μονοξόους — μονόξοος singly cleft masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόξοα — μονόξοος singly cleft neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek